ἔντροφος

ἔντροφος
ἔντροφος
living in
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • έντροφος — ἔντροφος, ον (Α) 1. αυτός που ζει και τρέφεται κάπου 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ ἔντροφος θρέμμα («Σαλαμῑνος ἔντροφος» θρέμμα τής Σαλαμίνας [ο Αίας]) …   Dictionary of Greek

  • ἔντροφον — ἔντροφος living in masc/fem acc sg ἔντροφος living in neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐντρόφους — ἔντροφος living in masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐντρόφων — ἔντροφος living in masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔντροφοι — ἔντροφος living in masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χηρώ — όω, Α [χήρα] 1. καθιστώ κάτι κενό ή έρημο («ἅλις Πριάμου γαῑ ἐχήρωσ Ἑλλάδα», Ευρ.) 2. (με γεν.) στερώ κάποιον από κάτι 3. (με αιτ.) εγκαταλείπω, αφήνω («ἄταρ νέος ἔντροφος ἡελίου χήρωσεν αὐγάς», Αριστοτ.) 4. καθιστώ μια γυναίκα χήρα 5. (αμτβ.) α) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”